Πόλεμος - Μάχη της Κρήτης

 Στις αρχές του 1941 «επιστρατεύτηκε (ως λοχίας εκπαιδευτής) στη Σχολή Αρμάτων Μάχης στην Αθήνα». Επειδή έφυγε χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς του και για να μην ανησυχούν έστειλε στις 21 Μαρτίου 1941 επιστολή στον πατέρα του στην οποία γράφει (1): «Αγαπητέ πατέρα έφυγα βιαστικά από τα Χανιά και δεν πρόλαβα ή καλύτερα δε θέλησα να σκεφθώ πως έπρεπε να ’ρθω να σας αποχαιρετήσω. Πίστευα πως κάνω ένα ταξίδι, ένα περίπατο πέστε αναψυχής και αλήθεια είχα κουραστεί στα Χανιά λόγω και δε θα μπορούσα να ησυχάσω ποτέ με τη βιάση και την ένταση που προκαλούσε ο πόλεμος. Ήρθα με καλή συντροφιά στην Αθήνα και πήγα στη Σχολή αρμάτων μάχης για μήνες ή για μέρες; Δε μπορεί να ξέρει κανείς πόσο θα κρατήσει η εκπαίδευση μου εκεί. Πάντως τον πόλεμο δεν τον καταλαβαίνουμε εδώ στην Αθήνα. Όλα σαν και πρώτα και ζωηρότερα φαίνονται […]». «Από κει, μετά την κατάρρευση του μετώπου (6/4/41) θα δραπετεύσει με άλλους Κρητικούς φαντάρους, για να πάρει μέρος στη μάχη της Κρήτης» (2).

Ο Κοντουδάκης παίρνει ενεργά μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Για τη συμμετοχή του γράφει (3): « […] Στις 15 του Μάη, ύστερα από σχετική διαταγή, παρουσιάστηκα στο Καστέλλι, σ’ ένα τάγμα νεοσυλλέκτων, σαν λοχίας εκπαιδευτής. Το τάγμα είχε δύναμη 800 νεοσύλλεχτους Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Ηρακλειώτες κ.ά. με 600 όπλα στάγιερ και 7 φυσίγγια για κάθε όπλο, αξιωματικούς λίγους έφεδρους και υπαξιωματικούς ελάχιστους. Είχε και δύο Άγγλους στρατιωτικούς. Συνδέσμους τους λέγανε. Σύμμαχοι ήμαστε. Ανάλαβα επιλοχίας και λοχίας σιτιστής στο λόχο μηχανημάτων – χωρίς μηχανήματα – όπως λεγότανε μία μονάδα, με διοικητή το λοχαγό Εμιρζά, ένα μικρόσωμο παλικάρι - πατριώτη που τραυματίστηκε ύστερα στην πρώτη μάχη. Πρόγραμμα, εκπαίδευση, απασχόληση, προοπτική; Τίποτε τις πέντε μέρες που πέρασαν ώσπου να ΄ρθει η μεγάλη μέρα της 20 του Μάη. […] Την Τρίτη – 20 του Μάη – το πρωί παρουσιάζονται τα γερμανικά αεροπλάνα και πολυβολούν κάμποση ώρα καταιγιστικά την κωμόπολη και την περιοχή και σε λίγο παρουσιάζονται τα μεταγωγικά, οι «γουρούνες» όπως τις ονόμασε ο λαός. Ο λοχαγός γράφει αστραπιαία ένα χαρτί - αναφορά και μου το δίνει να το παραδώσω «επειγόντως» στο διοικητή του τάγματος. Ήταν συνταγματάρχης. […] Τ’ αεροπλάνα συνεχίζουν να πολυβολούν και οι «γουρούνες» να στριφογυρίζουν πάνω από τον ουρανό του Καστελλιού, ανιχνεύοντας για ν’ αφήσουν το φορτίο τους […] Έχει αρχίσει και συνεχίζεται η πτώση των αλεξιπτωτιστών και η ρίψη των εφοδίων τους κι εγώ έχω παραδώσει την αναφορά στο τάγμα και γυρίζω στο Γυμνάσιο. Οι στρατιώτες που έχουν ακροβολιστεί στ’ ανατολικά της κωμόπολης και άλλοι από άλλα σημεία και τα πολυβόλα από τον Παρθενώνα έχουν μπει στην μάχη. Τότε βλέπω να συντελείται αυτό που θαύμασε και χειροκρότησε η ανθρωπότητα. Τους πολίτες του Καστελλιού άφοβους κι αποφασισμένους να μας ζητούν όπλα, για να πολεμήσουν στην παράξενη μάχη. Μα που να βρεθούν όπλα, αφού δεν είχαν ούτε οι στρατιώτες; Κι έτρεξαν κι άοπλοι στη μάχη γιατί εκτελούσαν μια επιταγή της παράδοσης σ’ ανάλογες περιστάσεις της επαναστατημένης Κρήτης “… απού ΄χει άρματα ας βαστά κι απού δεν έχει ας βρίσκει …” για να πάρουν από ζωντανούς εχθρούς ή όποιους σκοτωμένους και να κάνουν αυτό που θεωρούσαν χρέος στην πατρίδα. Η μάχη έχει ανάψει και τραβώ τον ανήφορο για τα πολυβολεία στον Παρθενώνα. Συναντώ στην πλαγιά τον πρώτο φαντάρο νεκρό και δίπλα του το σακίδιό του έγραφε: Σωτηρόπουλος Αγρίνιο. Άοπλος τραβούσε για τα πολυβολεία, ακάλυπτος στην εκτεθειμένη στον εχθρό πλαγιά. Ο εχθρός χτυπιέται και καθηλώνεται εκτεθειμένος στον ακάλυπτο χώρο. Τα πολυβόλα ήταν ο μεγάλος συντελεστής της νίκης στη μάχη αυτή που κράτησε ως τις 4 τ’ απόγευμα για να γίνει και η εκκαθάριση του πεδίου. Δεν ήταν πολλές οι δυνάμεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Γύρω στους 80 υπολογίστηκαν. Οι 50, νεκροί, τραυματίες και αιχμάλωτοι. Οι υπόλοιποι διέφυγαν προς τ’ ανατολικά, στο Δραπανιά, γιατί δεν ήταν κλοιός. Μερικοί και κολυμπώντας από τη θάλασσα. […] Ο γιατρός Λυγιδάκης πρόσφερε πολύτιμες υπηρεσίες αυτές τις ώρες. Η συμπεριφορά μας άψογη. Οι δικές μας απώλειες σ’ αυτή τη μάχη ήταν 5 στρατιώτες νεκροί και ο ανθυπολοχαγός Μικάρδος από το Ρέθυμνο, και 4 πολίτες στην πρώτη γραμμή. Οι αιχμάλωτοι κλείστηκαν σε πρόχειρο κρατητήριο». Για τις επόμενες μέρες αναφέρει: «[…] Την Τετάρτη οι πολίτες φεύγουν, αδειάζουν το Καστέλι κι εμείς έχομε χάσει κάθε επαφή με τις εξελίξεις. […] Το Σάββατο ήταν η μέρα της δεύτερης μάχης στο Καστέλι. Οι Γερμανοί […] το Σάββατο πρωί ύστερ’ από τρίωρο βομβαρδισμό και πολυβολισμό, εξαπολύουν μίαν ισχυρότατη επίθεση. Με τον τρίωρο τρομοκρατικό βομβαρδισμό οι κρατούμενοι αιχμάλωτοι Γερμανοί βρήκαν ευκαιρία κι έφυγαν και τράβηξαν προς την παραλία. Ξάπλωσαν στην αμμουδιά σχηματίζοντας με τα σώματά τους το σήμα της σβάστικας για να προστατευτούν από τις σφαίρες και τις βόμβες των συναδέλφων τους. Η αντίστασή μας έγινε με τα λάφυρα που πήραμε από τη νίκη της Τρίτης, λίγα όπλα, λίγα φυσίγγια κι ένα αντιτανκικό πυροβολάκι με 6 φυσίγγια. Πόσο μπορούσαμε να κρατήσουμε; Η μια ώρα ήταν πολλή».

Και καταλήγει: « Διαλύθηκε το τάγμα κι ένα τμήμα συνταγμένο από 150 άνδρες περίπου, με τους έφεδρους λοχαγούς Μαρεντάκη από το Βάμο Αποκορώνου και Μυγιάκη από το Ηράκλειο, καθηγητή, τραβήξαμε νότια κι ανατολικά για Συρικάρι – Σάσαλο – Παλιά Ρούματα – Σέμπρωνα».


1 Αρχείο Γιάν. Κοντουδάκη, Επιστολή στον πατέρα του, 21-3-1941.


2 Εφημ. “Αλήθεια”, ό. π.


3 Κώστας Ν. Χατζηπατέρας – Μαρία Σ. Φαφαλιού, Μαρτυρίες - Κρήτη 1941, Μαρτυρίες Γιάννη Κοντουδάκη, σελ. 126 και 307, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1993.